ψάρ
Смотреть что такое "ψάρ" в других словарях:
ψαρ — ψαρός, ο / ψάρ, ΝΑ, και ιων. τ. ψήρ, ψηρός, Α το πουλί ψαρόνι νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους στρουθιόμορφων πτηνών στούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλα ονόματα πτηνών, οι τ. μπορεί να συνδέονται, αλλά… … Dictionary of Greek
ψάρ — ψά̱ρ , ψάρ starling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηρῶν — ψάρ starling masc gen pl (ionic) ψηρός fem gen pl ψηρός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηρός — ψάρ starling masc gen sg (ionic) ψηρός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψᾶρα — ψάρ starling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψᾶρας — ψάρ starling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψᾶρες — ψάρ starling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψῆρα — ψάρ starling masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψῆρας — ψάρ starling masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψῆρες — ψάρ starling masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήρ — ψάρ starling masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)